Ο όρος Σχίσμα αναφέρεται στη διάσπαση της ενότητας της Χριστιανικής Εκκλησίας. Στους πρώτους αιώνες, δήλωνε ομάδες που είχαν αποσχιστεί από την κεντρική Εκκλησία. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, οι διαφορές μεταξύ της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας άρχισαν να εμφανίζονται με πιο έντονο τρόπο, σε διοικητικά και θεολογικά ζητήματα, όπως η ερμηνεία της Ιεράς Παράδοσης και η θεία λατρεία.
Η διάσπαση μπήκε σε σημαντική τροχιά το 800 μ.Χ. με την στέψη του Καρόλου του Μέγα από τον Πάπα Λέοντα Γ’. Οι διεργασίες αυτές οδήγησαν στην αλληλουχία σημαντικών γεγονότων, όπως το Ακακιανό Σχίσμα (484-519 μ.Χ.) και το Φωτίειον Σχίσμα, που οδήγησαν σε αναταραχές και ρήξεις στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών.
Σημαντικό ορόσημο είναι το «Μεγάλο» Σχίσμα του 1054, όπου ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαήλ Κηρουλάριος, αντέτεινε σθεναρή αντίσταση στις καινοτομίες του Πάπα Λέοντα. Οι εντάσεις κορυφώθηκαν με την αμοιβαία ανάθεση αφορισμών και την ενδυνάμωση των διαφορών μεταξύ των δύο πλευρών.
Τα επόμενα αιώνες, οι προσπάθειες για επανένωση έμειναν ανεπιτυχείς, αν και υπήρξαν αρκετές Σύνοδοι που επιχείρησαν να γεφυρώσουν τις διαφορές. Η πλέον πρόσφατη κίνηση έγινε το 1965 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα και τον Πάπα Παύλο ΣΤ’, οι οποίοι ανήγαγαν τους αφορισμούς.
Ακόμα και σήμερα, οι εξελίξεις γύρω από τη διάσπαση αυτή εξακολουθούν να είναι πηγή αντιπαραθέσεων και προβληματισμού στον χριστιανικό κόσμο. Αν και οι πρόσφατες επιδιώξεις για άρση του Σχίσματος έχουν δείξει κάποια πρόοδο, η πλήρης ενότητα παραμένει μακρινός στόχος.
Πηγή: newsbomb.gr